μελιζάνα

μελιζάνα
η
βλ. μελιτζάνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελιτζάνα — Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”